- αμεροληπτώ
- (ε) αμετ. быть беспристрастным, непредвзятым, справедливым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμεροληπτώ — ( έω) [αμερόληπτος] είμαι αμερόληπτος, φέρομαι αμερόληπτα, δεν κάνω διακρίσεις … Dictionary of Greek
αμεροληπτώ — ησα, είμαι αμερόληπτος: Στη διένεξη αυτή των φίλων του εκείνος αμεροληπτούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμερόληπτος — Τίτλος τριών ελληνικών εφημερίδων, που εκδόθηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, μεταξύ 1882 και 1888. * * * η, ο αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μεροληπτώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ … Dictionary of Greek